θερμάστρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμάστρα < (ελληνιστική κοινή) θερμάστρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμάστρα θηλυκό
- η συσκευή που ακτινοβολεί θερμότητα και χρησιμοποιείται στη θέρμανση ενός χώρου
- (ιδιωματικό) η λεκάνη εξάτμισης όπου με την ηλιακή ακτινοβολία συμπυκνώνεται το αλάτι
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη θερμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
* Κλίση: Θα πρέπει να ορίσουμε το δίχρονο φωνήεν με |δίχρ=β (βραχύ) ή |δίχρ=μ (μακρό).
Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες, |δίχρ=?
Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες, |δίχρ=?
Ετυμολογία επεξεργασία
θερμάστρα < θερμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμάστρα θηλυκό