σόμπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σόμπα | οι | σόμπες |
γενική | της | σόμπας | των | σομπών |
αιτιατική | τη | σόμπα | τις | σόμπες |
κλητική | σόμπα | σόμπες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- σόμπα < (άμεσο δάνειο) τουρκική soba < ουγγρική szoba (δωμάτιο) < παλαιά άνω γερμανική stuba < πρωτογερμανική *stubō (=δωμάτιο, καθιστικό, φούρνος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σόμπα θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σόμπα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
σόμπα
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σόμπα ουδέτερο άκλιτο
- ιαπωνικά νουντλ από φαγόπυρο
- ιαπωνική ποικιλία φαγόπυρου (αντέχει σε φτωχό και κρύο έδαφος, όμως δεν είναι αποδοτικό όσο το σιτάρι)