Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

rajtigi < rajt(o) + -ig- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα rajtigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας rajtigas rajtiganta rajtigata
αόριστος rajtigis rajtiginta rajtigita
μέλλοντας rajtigos rajtigonta rajtigota
υποθετική rajtigus - -
προστακτική rajtigu - -

rajtigi (eo)