Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξουσιοδοτώ < εξουσία + -ο- + -δοτώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική autoriser)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ksu.si.o.ðoˈto/

  Ρήμα επεξεργασία

εξουσιοδοτώ (παθητική φωνή: εξουσιοδοτούμαι)

  1. (νομικός όρος) δίνω σε κάποιον την εξουσία να εκτελέσει ένα έργο, να πάρει κάποιες αποφάσεις ή να ασκήσει διοικητικές αρμοδιότητες
  2. (νομικός όρος) δίνω σε κάποιον το δικαίωμα να υπογράψει επίσημα έγγραφα ή να εκτελέσει μια συναλλαγή αντί για μένα· του υπογράφω μια εξουσιοδότηση
  3. (νομικός όρος) μεταβιβάζω μια αρμοδιότητα σε κάποιον αφαιρώντας την από άλλον που την είχε

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία