raisonné
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- raisonné < raisonner
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | raisonné | raisonnés |
θηλυκό | raisonnée | raisonnées |
raisonné (fr)
- λογικός
- που βασίζεται σε λογικά επιχειρήματα
- λογικός, που βασίζεται σε επιχειρήματα