Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

rôdeur < rôder

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʁo.dœʁ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό rôdeur rôdeurs
θηλυκό rôdeuse rôdeuses

rôdeur (fr)

  1. κάποιος που τριγυρνά ερευνητικά
  2. ύποπτο πρόσωπο που τριγυρνά με κακές προθέσεις

Συγγενικά επεξεργασία