Ετυμολογία

επεξεργασία
récapitulatif < récapituler

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁe.ka.pi.ty.la.tif/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό récapitulatif récapitulatifs
θηλυκό récapitulative récapitulatives

récapitulatif (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
récapitulatif récapitulatifs

récapitulatif (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία