réalisateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- réalisateur < réalis(er) + κατάληξη αρσενικών -ateur
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʁe.a.li.za.tœʁ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réalisateur | réalisateurs |
θηλυκό | réalisatrice | réalisatrices |
réalisateur (fr) αρσενικό (θηλυκό réalisatrice)
- αυτός που φέρνει σε πέρας ένα έργο, που δημιουργεί κάτι
- αυτός που πραγματοποιεί κάτι, που κάνει κάτι αποτελεσματικό
- ο σκηνοθέτης ταινιών
- ο ραδιοφωνικός παραγωγός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη réaliser
Πηγές επεξεργασία
- réalisateur - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé