Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

quapropter < qua + propter

  Επίρρημα επεξεργασία

quapropter

  1. (ερωτηματικό) γιατί
  2. (αναφορικό) γι' αυτό, για το οποίο