Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

public IP < → δείτε τις λέξεις public και IP

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

public IP (en)

  • (διαδίκτυο) η δημόσια IP, η εξωτερική IP, συχνά αναφέρεται με τον γενικότερο όρο: IP address (διεύθυνση IP), γιατί είναι η διεύθυνση που χρησιμοποιείται στο διαδίκτυο
    ※  You couldn't do much without a public IP address. It's your passport to the Internet. [1]
    «Δεν θα μπορούσατε να κάνετε πολλά χωρίς μια δημόσια διεύθυνση IP. Είναι το διαβατήριό σας στο Διαδίκτυο.»

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • public IP στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές επεξεργασία

  1. (αγγλικά) Did you know you have a private IP address?, από whatismyipaddress.com. Αρχειοθέτηση 2020-07-13. Προσπέλαση 2020-07-23.