Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

protekti < αγγλική to protect

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾoˈtek.ti/

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα protekti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας protektas protektanta protektata
αόριστος protektis protektinta protektita
μέλλοντας protektos protektonta protektota
υποθετική protektus - -
προστακτική protektu - -

protekti (eo)


Ίντο (io) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

protekti (io)