Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός prominent
συγκριτικός more prominent
υπερθετικός most prominent

  Επίθετο επεξεργασία

prominent (en)

  1. διαπρεπής, διακεκριμένος, εξέχων, σημαντικό ή πολύ γνωστό
    a prominent politician - διαπρεπής πολιτικός
    a prominent family - διακεκριμένη οικογένεια
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη notable
  2. περίβλεπτος, περίοπτος, που φαίνεται εύκολα
    a prominent landmark - περίβλεπτο ορόσημο
    a prominent building - περίοπτο κτίσμα
  3. προεξέχων, που προεξέχει
    prominent cheekbones - προεξέχοντα μήλα προσώπου

  Πηγές επεξεργασία