proksimiĝo
(Ανακατεύθυνση από proksimigxo)
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | proksimiĝo | proksimiĝoj |
αιτιατική | proksimiĝon | proksimiĝojn |
proksimiĝo (eo)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- proksimigho στο H-sistemo
- proksimigxo στο X-sistemo