Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός probable
συγκριτικός more probable
υπερθετικός most probable

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈprɒb.ə.bəl/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈprɑː.bə.bəl/ (ΗΠΑ)
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: prob‐a‐ble

  Επίθετο επεξεργασία

probable (en)

  1. ο πιθανός
  2. που είναι πιθανόν να συμβεί
  3. (παρωχημένο) που είναι ικανός να αποδειχθεί

Αντώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
probable probables

probable (en)

  1. κάτι που είναι πιθανό
  2. (για άτομα) που είναι πιθανόν να εμφανιστεί κάπου ή να κάνει κάτι συγκεκριμένο



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
probable probables

probable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία



Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

probable < probabl- + -e

  Επίρρημα επεξεργασία

probable (eo)