presisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | presisto | presistoj |
αιτιατική | presiston | presistojn |
presisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | presisto | presistoj |
αιτιατική | presiston | presistojn |
presisto (eo)