précautionneux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | précautionneux | précautionneux |
θηλυκό | précautionneuse | précautionneuses |
Επίθετο επεξεργασία
précautionneux (fr)
- σχολαστικός με προφυλακτικά μέτρα
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | précautionneux | précautionneux |
θηλυκό | précautionneuse | précautionneuses |
précautionneux (fr)