pourri
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
pourri → δείτε τη λέξη pourrir
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pourri | pourris |
θηλυκό | pourrie | pourries |
pourri (fr)
- σάπιος, κλούβιος ( για αβγά)
- διεφθαρμένος
pourri → δείτε τη λέξη pourrir
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pourri | pourris |
θηλυκό | pourrie | pourries |
pourri (fr)