Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

plutonigène < plutonium + -gène

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
plutonigène plutonigènes

plutonigène (fr) αρσενικό ή θηλυκό