πλουτώνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
|
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλουτώνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική plutonium < λατινική Pluto < αρχαία ελληνική Πλούτων
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλουτώνιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) ραδιενεργό, μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις ακτινίδες, με ατομικό αριθμό 94 και χημικό σύμβολο το Pu
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλουτώνιο | τα | πλουτώνια |
γενική | του | πλουτωνίου & πλουτώνιου |
των | πλουτωνίων |
αιτιατική | το | πλουτώνιο | τα | πλουτώνια |
κλητική | πλουτώνιο | πλουτώνια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- πλουτώνιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλουτώνιο
|