Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

planning (en) (μη μετρήσιμο)

  • ο προγραμματισμός, ο σχεδιασμός, η ενέργεια του να προγραμματίζω/σχεδιάζω κάτι
    detailed/timely/basic planning - λεπτομερής/έγκαιρος/στοιχειώδης προγραμματισμός
    planning of the production process - σχεδιασμός της παραγωγικής διαδικασίας

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

planning (en)

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
planning plannings

  Ουσιαστικό επεξεργασία

planning (fr) αρσενικό