Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προγραμματισμός οι προγραμματισμοί
      γενική του προγραμματισμού των προγραμματισμών
    αιτιατική τον προγραμματισμό τους προγραμματισμούς
     κλητική προγραμματισμέ προγραμματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προγραμματισμός < προγραμματίζω < αρχαία ελληνικήπρόγραμμα < προγράφω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προγραμματισμός αρσενικό

  1. καταγραφή και προκαθορισμός μιας σειράς μελλοντικών ενεργειών για επίτευξη αντικειμενικού σκοπού
  2. (προγραμματισμός) η σύνταξη ενός προγράμματος μέσω μιας γλώσσας προγραμματισμού (βλ. και προγραμματισμός υπολογιστών)

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία