plaisancier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | plaisancier | plaisanciers |
θηλυκό | plaisancière | plaisancières |
Ουσιαστικό επεξεργασία
plaisancier (fr) αρσενικό
- αυτός που επιδίδεται στη ναυτιλία αναψυχής, o ιστιοπλόος
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | plaisancier | plaisanciers |
θηλυκό | plaisancière | plaisancières |
plaisancier (fr) αρσενικό