pierreux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pierreux | pierreux |
θηλυκό | pierreuse | pierreuses |
pierreux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pierreux | pierreux |
θηλυκό | pierreuse | pierreuses |
pierreux (fr)