Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

physionomiste < physionomie + -iste

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
physionomiste physionomistes

physionomiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φυσιογνωμιστής - φυσιογνωμίστρια

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
physionomiste physionomistes

physionomiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φυσιογνωμιστικός