physionomiste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
physionomiste < physionomie + -iste
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
physionomiste | physionomistes |
physionomiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
physionomiste | physionomistes |
physionomiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό