physionomie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
physionomie < λατινικά physiognomia
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
physionomie | physionomies |
physionomie (fr) θηλυκό
physionomie < λατινικά physiognomia
ενικός | πληθυντικός |
physionomie | physionomies |
physionomie (fr) θηλυκό