petiot
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | petiot | petiots |
θηλυκό | petiote | petiotes |
petiot (fr)
- (χαϊδευτικό) μικρούλης
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | petiot | petiots |
θηλυκό | petiote | petiotes |
petiot (fr)
- (χαϊδευτικό) μικρούλης
Συνώνυμα επεξεργασία
- tout-petit
- → δείτε τη λέξη enfant