Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική pesymistka pesymistki
γενική pesymistki pesymistek
δοτική pesymistce pesymistkom
αιτιατική pesymist pesymistki
οργανική pesymist pesymistkami
τοπική pesymistce pesymistkach
κλητική pesymistko pesymistki

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɛsɨˈmistka/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pesymistka (pl) θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία