Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεσιμίστρια οι πεσιμίστριες
      γενική της πεσιμίστριας των πεσιμιστριών
    αιτιατική την πεσιμίστρια τις πεσιμίστριες
     κλητική πεσιμίστρια πεσιμίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεσιμίστρια < πεσιμιστής + -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεσιμίστρια θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πεσιμιστής