personnel
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
personnel (en)
- το προσωπικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- personnel < personel < δημώδης λατινική, personalis
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | personnel | personnels |
θηλυκό | personnelle | personnelles |
personnel (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
personnel | personnels |
personnel (fr) αρσενικό
- το προσωπικό