Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
permissivité permissivités

  Ουσιαστικό επεξεργασία

permissivité (fr) θηλυκό

  1. η ανεκτικότητα
  2. η ανοχή
  3. η ασυδοσία