Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pergélisol < per(manent) + géli- + sol

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pergélisol pergélisols

pergélisol (fr) αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία