Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πέρμαφροστ < (λόγιο δάνειο) αγγλική permafrost perma(nent) + frost (διαρκώς παγωμένο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πέρμαφροστ και περμαφρόστ ουδέτερο άκλιτο

  • (γεωλογία) το έδαφος που παραμένει διαρκώς, ή για διάστημα τουλάχιστον δύο ετών, σε θερμοκρασία κάτω από το μηδέν

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία