percutant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | percutant | percutants |
θηλυκό | percutante | percutantes |
percutant (fr)
- (μουσική) κρουστικός
- (στρατιωτικός όρος) κρουσιφλεγής
- (μεταφορικά) (για πράξη, άρθρο εφημερίδας, κ.α.) καταπέλτης, σφυροκόπημα
- un article percutant - άρθρο καταπέλτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
percutant | percutants |
percutant (fr) αρσενικό