Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pathology (en)

  1. (ιατρική) η παθολογία
  2. (κατ’ επέκταση) παθολογικό σύμπτωμα
    the pathologies of modern civilization - η παθολογία του σύγχρονου πολιτισμού