participe
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- participe < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paʁ.ti.sip/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
participe | participes |
participe (fr) αρσενικό
- (γραμματική) η μετοχή
ενικός | πληθυντικός |
participe | participes |
participe (fr) αρσενικό