participation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
participation | participations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
participation (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
participation | participations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
participation (fr) θηλυκό
- η συμμετοχή
- η προσέλευση