Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

palliative (en)

  1. καταπραϋντικός



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
palliative palliatives

palliative (fr)

  1. θηλυκό του palliatif