pago
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pago | pagoj |
αιτιατική | pagon | pagojn |
pago (eo)
- η πληρωμή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pago | pagoj |
αιτιατική | pagon | pagojn |
pago (eo)