ekpago
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekpago | ekpagoj |
αιτιατική | ekpagon | ekpagojn |
ekpago (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekpago | ekpagoj |
αιτιατική | ekpagon | ekpagojn |
ekpago (eo)