oscillate
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | oscillate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | oscillates |
αόριστος | oscillated |
παθητική μετοχή | oscillated |
ενεργητική μετοχή | oscillating |
Ρήμα επεξεργασία
oscillate (en)
- ταλαντεύομαι
- κυμαίνομαι, υφίσταμαι διακύμανση
Συνώνυμα επεξεργασία
και