Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυμαίνομαι < παθητικός τύπος για την αρχαία ελληνική κυμαίνω (σηκώνω κύματα, φουσκώνω), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική flotant (μετοχή) ή την αγγλική flactuating ή floating[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ciˈme.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυ‐μαί‐νο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

κυμαίνομαι, π.αόρ.: κυμάνθηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. (συνήθως για τιμές) κινούμαι ανάμεσα σε δύο σημεία
    η τιμή του φέτος κυμάνθηκε από δέκα έως είκοσι ευρώ
     συνώνυμα: αυξομειώνομαι, ταλαντεύομαι, ανεβοκατεβαίνω
     αντώνυμα: σταθεροποιούμαι
  2. (σπανιότερα, για πρόσωπα) ταλαντεύομαι ανάμεσα σε δύο λύσεις, δράσεις
     συνώνυμα: αμφιταλαντεύομαι

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κύμα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία