ordurier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ordurier | orduriers |
θηλυκό | ordurière | ordurières |
Επίθετο επεξεργασία
ordurier (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ordurier | orduriers |
θηλυκό | ordurière | ordurières |
ordurier (fr)