Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

one-time < one + time

  Επίθετο επεξεργασία

one-time (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό, χωρίς παραθετικά)

  1. πρώην
    Mr. A, one-time principal of the local school…
    Ο κ. Α, πρώην διευθυντής του τοπικού σχολείου…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη former
  2. εφάπαξ
    τhe one-time payment of the tax
    η εφάπαξ πληρωμή του φόρου
     συνώνυμα: one-off

  Πηγές επεξεργασία