πρώην
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρώην < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρῴην
Επίθετο επεξεργασία
πρώην άκλιτο
- που κατείχε στο παρελθόν την αναφερόμενη ιδιότητα ή αξίωμα
Συνώνυμα επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- πρώην: για κάτοχο αξιώματος ή ιδιότητας στο παρελθόν
- ↪ προσκεκλημένοι στην εκδήλωση ήταν όλοι οι πρώην Πρόεδροι της Δημοκρατίας
- τέως: για κάτοχο αξιώματος ή ιδιότητας ακριβώς πριν από τον σημερινό κάτοχο ή για τον τελευταίο που το κατείχε
- ↪ ο τέως βασιλιάς
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρώην αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- που κατείχε στο παρελθόν την αναφερόμενη ιδιότητα ή αξίωμα
- (κυρίως για ερωτικές σχέσεις) πρώην σύζυγος ή σύντροφος
- ↪ είδα τον πρώην μου στο δρόμο αγκαζέ με μια ξανθιά