Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
occlusive
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
occlusive
θηλυκό
του
occlusif
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ɔ.kly.ziv
/
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
occlusive
occlusives
occlusive
(fr)
θηλυκό
consonne occlusive
ή, απλά
occlusive
-
κλειστό
σύμφωνο
Συγγενικά
επεξεργασία
occlusal
-
occlusale
occlure
occlusif
-
occlusive
occlusion