Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

obstruct (en)

  1. φράζω το δρόμο κάποιου με κάποιο εμπόδιο
  2. (μεταφορικά) εμποδίζω
  3. μπαίνω μπροστά από κάτι και το κρύβω