obscénité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɔb.se.ni.te/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
obscénité | obscénités |
obscénité (fr) θηλυκό
- η αισχρότητα, η αισχροέπεια
- η χυδαιολογία
- η προστυχιά
- η βωμολοχία
ενικός | πληθυντικός |
obscénité | obscénités |
obscénité (fr) θηλυκό