Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αισχρότητα οι αισχρότητες
      γενική της αισχρότητας των αισχροτήτων
    αιτιατική την αισχρότητα τις αισχρότητες
     κλητική αισχρότητα αισχρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αισχρότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αἰσχρότης χρησιμοποιώντας σήμερα την αιτιατική ενικού «τήν αἰσχρότητα»

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /esˈxɾo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐σχρό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αισχρότητα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία