northerner
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
northerner | northerners |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
northerner (en)
- ο βόρειος, κάτοικος του βορρά, των βόρειων περιοχών
- ↪ Northerners have a different mentality than southerners.
- Οι βόρειοι έχουν διαφορετική νοοτροπία από τους νότιους.
- ↪ Northerners have a different mentality than southerners.