Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βόρειος η βόρεια
βόρειος
το βόρειο
      γενική του βόρειου
βορείου
της βόρειας
βορείου
του βόρειου
βορείου
    αιτιατική τον βόρειο τη βόρεια
βόρειο
το βόρειο
     κλητική βόρειε βόρεια
βόρειε
βόρειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βόρειοι οι βόρειες
βόρειοι
τα βόρεια
      γενική των βόρειων
βορείων
των βόρειων
βορείων
των βόρειων
βορείων
    αιτιατική τους βόρειους
βορείους
τις βόρειες
βορείους
τα βόρεια
     κλητική βόρειοι βόρειες
βόρειοι
βόρεια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Και μόνο για την ειδική σημασία: «βόρειο τμήμα τόπου».
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βόρειος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βόρειος < Βορέας / Βορρᾶς (και γραφή Βοῤῥᾶς)

  Επίθετο επεξεργασία

βόρειος, -α, -ο

  1. που βρίσκεται στο βορρά
  2. που βρίσκεται σε τμήμα τόπου που βρίσκεται στο βορρά
    και λόγιο θηλυκό σε -ος, όπως η Βόρειος Αμερική
  3. που κοιτάει προς το βορρά
  4. που προέρχεται από το βορρά, όπως οι άνεμοι
    Ο βόρειος άνεμος έρχεται από τον βορρά και κατευθύνεται προς τα νότια.
  5. (ως ουσιαστικό) → δείτε τη λέξη Βόρειοι

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βορράς

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βόρειος βορεί
βόρειος
τὸ βόρειον
      γενική τοῦ βορείου τῆς βορείᾱς
βορείου
τοῦ βορείου
      δοτική τῷ βορεί τῇ βορεί
βορεί
τῷ βορεί
    αιτιατική τὸν βόρειον τὴν βορείᾱν
βόρειον
τὸ βόρειον
     κλητική ! βόρειε βορεί
βόρειε
βόρειον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βόρειοι αἱ βόρειαι
βόρειοι
τὰ βόρει
      γενική τῶν βορείων τῶν βορείων
βορείων
τῶν βορείων
      δοτική τοῖς βορείοις ταῖς βορείαις
βορείοις
τοῖς βορείοις
    αιτιατική τοὺς βορείους τὰς βορείᾱς
βορείους
τὰ βόρει
     κλητική ! βόρειοι βόρειαι
βόρειοι
βόρει
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βορείω τὼ βορεί
βορείω
τὼ βορείω
      γεν-δοτ τοῖν βορείοιν τοῖν βορείαιν
βορείοιν
τοῖν βορείοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βόρειος, ήδη ομηρικό < Βορέ(ας) + -ιος / Βορρᾶς (και γραφή Βοῤῥᾶς)

  Επίθετο επεξεργασία

βόρειος, -α, -ον & -ος, -ος, -ον, συγκριτικός: βορειότερος, υπερθετικός:  βορειότατος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία